Απάντηση: Τι είπαν οι ξένοι για την γλώσσα μας
Εξαιρετικό θέμα φίλε Στράτο!
Διαβάστε κι' αυτό:
ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ «Το ενδιαφέρον για την Ελληνική προέκυψε από τη διαπίστωση των επιστημόνων πληροφορικής και υπολογιστών ότι οι Η/Υ προχωρημένης τεχνολογίας δέχονται ως “νοηματική” γλώσσα μόνον την Ελληνική. Όλες τις άλλες γλώσσες τις χαρακτήρισαν “σημειολογικές”. “Νοηματική γλώσσα” θεωρείται η γλώσσα στην οποία το “σημαίνον” δηλαδή η λέξη και το “σημαινόμενο” δηλαδή αυτό που η λέξη εκφράζει (πράγμα, ιδέα, κατάσταση), έχουν μεταξύ τους πρωτογενή σχέση. Ενώ “σημειολογική” είναι η γλώσσα στην οποία αυθαιρέτως ορίζεται ότι το α’ “πράγμα” (σημαινόμενο) εννοείται με το α’ (σημαίνον). Με άλλα λόγια, η Ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα της οποίας οι λέξεις έχουν “πρωτογένεια”, ενώ σε όλες τις άλλες, οι λέξεις είναι συμβατικές, σημαίνουν κάτι απλά επειδή έτσι συμφωνήθηκε μεταξύ εκείνων που τη χρησιμοποιούν. Π.χ. στην Ελληνική, η λέξη ενθουσιασμός = εν-Θεώ, [...]. Έχουμε δηλαδή αιτιώδη σχέση μεταξύ λέξεως- πράγματος, πράγμα ανύπαρκτο στις άλλες γλώσσες».
(απόσπασμα κειμένου που, με διάφορες παραλλαγές, κυκλοφορεί σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή)
Κατ’ αρχήν, στη γλωσσολογία το σημαίνον δεν είναι η λέξη ούτε το σημαινόμενο ορίζεται όπως παραπάνω. Αξίζει να δούμε τη σημασία των δύο αυτών όρων στη σύγχρονη επιστήμη της γλώσσας.
Το σημαινόμενο και το σημαίνον, δηλ. τα μέρη που απαρτίζουν το γλωσσικό σημείο, αποτελούν εσωτερικές, ψυχικές οντότητες. Το σημαινόμενο είναι η γνώση για τη σημασία μιας λέξης, ενώ το σημαίνον η γνώση για τη φωνολογική της έκφραση (με φωνήματα), που διαφέρει από την ηχητική της πραγμάτωση με φθόγγους. Κατά τον Saussure (1979: 100), «το γλωσσικό σημείο ενώνει όχι ένα πράγμα και ένα όνομα, αλλά μια ιδέα και μια ακουστική εικόνα. Αυτή η τελευταία δεν είναι ο υλικός ήχος, πράγμα καθαρά φυσικό, αλλά το ψυχικό αποτύπωμα του ήχου αυτού, η παράσταση που μας δίνει γι'αυτόν η μαρτυρία των αισθήσεών μας [...]. Ο ψυχικός χαρακτήρας των ακουστικών μας εικόνων φαίνεται καθαρά, όταν παρατηρούμε τον δικό μας λόγο. Χωρίς να κινούμε τα χείλη ούτε τη γλώσσα, μπορούμε να μιλάμε στον εαυτό μας ή να απαγγέλλουμε ένα αριθμό στίχων». Άρα, ο δεσμός σημαινομένου- σημαίνοντος αποτελεί συμβατική σχέση δύο εσωτερικών στοιχείων.
Επομένως, το σημαίνον δεν είναι η λέξη, όπως υποστηρίζεται από μερικούς.
Μία από τις ιδιότητες του γλωσσικού σημείου είναι η συμβατικότητά του. Ως προς τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσης σημαινομένου-σημαίνοντος, η Ελληνική δεν διαφέρει σε τίποτε από όλες τις γλώσσες του κόσμου. Και στην Ελληνική δηλ. η σχέση σημασίας-μορφής των λέξεων είναι συμβατική. Το παράδειγμα της ετυμολόγησης της λέξης ενθουσιασμός, που αναφέρεται από μερικούς, δεν αποδεικνύει σε καμιά περίπτωση ότι στην Ελληνική «έχουμε αιτιώδη σχέση μεταξύ λέξεως-πράγματος, πράγμα ανύπαρκτο στις άλλες γλώσσες». Το ρήμα ενθουσιάζω, ήδη αρχαίο, προέρχεται από το ένθεος και είχε αρχικώς τη σημασία «εμπνέομαι, κατέχομαι από θεϊκή έκσταση» (ΛΝΕΓ, λ. ενθουσιάζω). Αυτή η πληροφορία δεν είναι τίποτε άλλο από την ετυμολογία του ρηματικού τύπου ενθουσιάζω – δεν αποτελεί δηλ. στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η σχέση σημασίας-μορφής στις λέξεις της Ελληνικής είναι αιτιακή. Με αυτήν τη λογική, αιτιακή θα έπρεπε να είναι η σχέση αυτή και στην Αγγλική, όπου η λέξη giddy «ζαλισμένος, ιλιγγιώδης, επιπόλαιος» ετυμολογείται από το god «θεός». Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ούτε η Αγγλική ούτε η Ελληνική χαρακτηρίζεται από αιτιακή / φυσική / μη συμβατική σχέση σημαινομένου- σημαίνοντος, δηλ. σημασίας-μορφής των λέξεων. Τα προαναφερθέντα στοιχεία αποτελούν απλώς ετυμολογικές πληροφορίες για το ελλην. ενθουσιάζω και το αγγλ. giddy. Eκείνο που παρατηρείται είναι η μεταβολή της σημασίας των εν λόγω τύπων, πράγμα που αποτελεί φυσιολογικό φαινόμενο όλων των γλωσσών του κόσμου.
Η ετυμολογία της λέξης ενθουσιασμός δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα για την υφή του γλωσσικού σημείου και πιο συγκεκριμένα για τον μη συμβατικό του χαρακτήρα. Με αυτήν τη λογική, το λιθουανικό pasaulis «κόσμος» (< pa saulis (sol) «υπό τον ήλιον») θα αποδείκνυε ότι και η Λιθουανική είναι μη συμβατική γλώσσα! Επίσης, στην Αγγλική, γλώσσα γερμανικής προελεύσεως, το world «κόσμος» (< wereld < wer-old), που ανάγεται στα πρωτογερμανικά wer «άνθρωπος» και old «ηλικία» και συνεκδοχικά «ζωή του ανθρώπου», θα αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο του «μη συμβατικού» χαρακτήρα της Αγγλικής! (αρχική σημασία του world: «η ζωή του ανθρώπου»). Φυσικά, αυτά τα συμπεράσματα δεν έχουν επιστημονική βάση.
-----------------------------------------------------------
Saussure Ferdinand de 1916: Cours de linguistique générale (Paris et Lausanne: Payot) [Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, μτφρ. Ι.Δ. Aποστολόπουλου (Αθήνα: Παπαζήσης, 1979)].
|