Στην άκρη του χωριού το Καφε-Παντοπωλείο του μπάρμπα Στέφανου.
Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα πως χρωστούσα μια επίσκεψη από την προηγούμενη φορά που είχα περάσει από
εδώ...
Μπαίνοντας στο καφενείο σαν σε τηλεμεταφορά βρέθηκα 50 χρόνια πίσω...
Δεν θα το δεις ποτέ αυτό μπάρμπα Στέφανε αλλά νιώθω την ανάγκη να σου το αφιερώσω και να σου πω πως την υπόσχεση που σου 'δωσα θα την κρατήσω....
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης