Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στον ξενώνα που θα μας φιλοξενούσε, ένα σπιτάκι βγαλμένο από βιβλίο παραμυθιών , από βιβλίο σαν αυτά που μας διαβάζανε όταν ήμασταν μικροί.
Είχε περίπου 10-12 δωμάτια προς διάθεση αλλά μόνο δύο από αυτά πιασμένα, τα δικά μας.
Απέναντι ακριβώς μια καταπράσινη ανθισμένη πλαγιά και κορυφές βουνών που έδεναν σαν σε πίνακα ζωγραφικής μαζί με όλα τα άλλα.
Ξεφορτώσαμε τις βαλίτσες από τις μηχανές και ταχτοποιήσαμε τα πράγματα μας στα δωμάτια. Η κυρία που είχε τον ξενώνα μας είπε με τα λιγοστά αγγλικά της που θα ήταν ιδανικά να φάμε και αυτομάτως κινηθήκαμε προς τα εκεί.
Η ταβέρνα το κάτι άλλο, ξύλινη με την κλασική αυστριακή κεραμοσκεπή, ζεστή και φιλική έτοιμη να υποδεχτεί εμάς και τις ορέξεις μας.
Είχε σκοτεινιάσει και το κρύο είχε κάνει την εμφάνιση του για τα καλά, το σενάριο ιδανικό.
εδώ τους μοτοσυκλετιστές τους σέβονται απεριόριστα και δεν το κρύβουν..
Κρύο, φύση, ηρεμία, ξύλινη ταβέρνα, ζεστασιά και άπειρες εικόνες από την σημερινή μέρα και όχι μόνο.
Ο ευγενικότατος κύριος στο μαγαζί έκανε την έκπληξη και μας είπε πως μέσα καπνίζουνε. Είναι κάτι που δεν το περιμέναμε με τίποτα. Ο Γιώργος με την Ειρήνη δεν καπνίζουνε για εμάς όμως και με τέτοιο κρύο έξω ήταν λύτρωση.
Οι μπύρες ήρθαν γρήγορα και η διάθεση μας ανέβηκε και άλλο. Δεν σας είπα πως το προσωπικό φορούσε παραδοσιακές στολές για να σε βάλει στο κλίμα ακόμη περισσότερο.
Όχι δεν ήταν τουριστικό το μέρος, απλά ένα αυστριακό χωριουδάκι.