Χρησμούς όμως δε ζητούσαν οι αρχαίοι μόνο από τους θεούς αλλά και από τους προσφιλείς τους νεκρούς, οι ψυχές των οποίων, άυλες σκιές, τριγυρνούσαν αέναα στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα, στα έγκατα της Αχερουσίας λίμνης.
Η λίμνη σήμερα μπορεί να μην υπάρχει πια, καθώς έχει αποξηρανθεί και τη θέση της καταλαμβάνουν καταπράσινοι αγροί ,αλλά το Νεκρομαντείο του Αχέροντα στέκεται περήφανο και σχεδόν αλώβητο στο βράχινο λόφο, στη βορειοδυτική νοητή κοίτη της λίμνης. Ανασκάφτηκε μόλις το 1958, 500 μόλις μέτρα από τα ερείπια της μυκηναϊκής Εφύρας, που η ακμή της ανάγεται στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, 14ος-13ος αι. π.Χ.
Το Νεκρομαντείο, το οποίο σήμερα δεσπόζει πάνω από το χωριουδάκι Μεσοπόταμος του δήμου Φαναρακίου, στο νομό της Πρέβεζας, είναι χτισμένο στον πέτρινο λόφο του Ξυλόκαστρου, ύψους 40 μέτρων ενώ κατά την περίοδο της μεγάλης του ακμής (5ος-4ος αι. π.Χ.) περιβαλλόταν από ένα τρίμετρο τείχος.
Στα ισόγεια κτίσματά του βρίσκονται όλοι οι απαραίτητοι χώροι για την εύρυθμη λειτουργία του Νεκρομαντείου: τα ενδιαιτήματα των ιερέων και του υπόλοιπου προσωπικού, αποθήκες και χώροι υποδοχής. Εδώ ουσιαστικά σταματούσε και κάθε επαφή με την πραγματικότητα, κάτι που επεδίωκαν με ζήλο οι ιερείς του ναού
Γιατί αν όπως γνωρίζουμε σήμερα π.χ. η Πυθία έπρεπε απαραιτήτως να μασήσει φύλλα δάφνης και να αναρροφήσει μυστηριώδεις καπνούς ψυχοτρόπων καιόμενων βοτάνων, προκειμένου να πέσει σε έκσταση και να «μεταφέρει» το χρησμό του Απόλλωνα, στο Νεκρομαντείο ήταν οι ίδιοι οι επισκέπτες που ουσιαστικά έκαναν όλοι τη σκληρή δουλειά.
Αρχικά απομονώνονταν και υποβάλλονταν σε αυστηρή δίαιτα, η οποία εκτός από όστρακα, χοιρινό και κριθαρένιο ψωμί, που σαφώς μας παραπέμπει σε νεκρόδειπνο υποβάλλονταν και σε υποχρεωτική σίτιση με κουκιά και λούπινα, τα οποία εκτός από μια ελαφριά δηλητηρίαση με κυάνωση τους προκαλούσε και παραισθήσεις αφού σταδιακά έχαναν την συνειδητή επαφή τους τόσο με τον εαυτό τους όσο και με την πραγματικότητα.
Όταν η κατάσταση τους άγγιζε το επιθυμητό για τους ιερείς επίπεδο τότε οδηγούνταν στα έγκατα του Νεκρομαντείου, κατεβαίνοντας μία πέτρινη απότομη σκάλα και μέσω ενός δαιδαλώδους διαδρόμου, σκοτεινού και υγρού, το οποίο διέκοπταν σιδερένιες πύλες -προφανώς για να επιτείνουν την αίσθηση ότι βρίσκονται όσο εγγύτερα γίνεται στο υποχθόνιο βασίλειο του Άδη- έφταναν στην κεντρική αίθουσα.
Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για ένα θαύμα της ακουστικής, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετικά ανηχοϊκή αίθουσα, στην οποία καταλήγει ένας διάδρομος με πυκνά, πέτρινα τόξα που ξεκινούν από το πάτωμα. Εκεί οι επισκέπτες αφού έχυναν στο δάπεδο αίμα, προκειμένου να ξεδιψάσουν οι νεκροί αλλά κυρίως να τους αναγνωρίσουν, συνομιλούσαν μαζί τους πρόσωπο με πρόσωπο, ή περίπου. Πως; Υπολείμματα γραναζιών, που βρέθηκαν στις ανασκαφές, μας δείχνουν ότι οι ιερείς διαχειρίζονταν εξειδικευμένα μηχανήματα προκειμένου να ανεβοκατεβάζουν στο βωμό είδωλα, που αναπαριστούσαν ανθρώπινες μορφές.