Απόσπασμα:
Αρχική Δημοσίευση από ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΣ
Ξέρεις και το "αρόδο" ή "στη ράδα" ???
|
Αυτα ειναι καποια που βρηκα στο νετ...
αρόδο: Προέρχεται από τον αγγλικό όρο «roads». Αρχικά, ο όρος, όπως χρησιμοποιείται στην αργκό των ναυτικών, είναι «αρόδου», δλδ ειμαι αγκυροβολημένος στη μέση της θάλασσας.
επεξηγηση:
αρόδο επίρρ. (λαϊκ.)
1. (για πλοία) μακριά από την ακτή, στα ανοιχτά·
το καΐκι στάθηκε αρόδο.
2. (γενικότ.) σε μακρινή απόσταση:
τράβα αρόδο! (φύγε! απομακρύνσου!).
Στην "αργκο" ναυτική γλώσσα, χρησιμοποιείται και η ονομασία του χώρου ως "αρόδου", με τη γενικότερη έννοια "εκτός λιμένος".
ράδα: από το ιταλικό "Rada" και το γαλλικό "Rade". Το "αγκυροβόλιο αναμονής", ή "αγκυροβόλιο εκτός λιμένος", καλείται στην απλή ναυτική γλώσσα ως "ράδα".
οποιος ασχολειτε με ναυτιλιακα κτλ μπορει να μας πει περισσοτερα...